Η κατάρα του πεύκου (1918). Ζαχαρίας Παπαντωνίου
«Γιάννη, γιατί ἔκοψες τὸν πεῦκο;
γιατί; γιατί;»
—«Ἀγέρας θάναι» λέει ὁ Γιάννης,
καὶ περπατεῖ.
Ἀνάβει ἡ πέτρα, τὸ λιβάδι
βγάνει φωτιά·
νάβρισκε ὁ Γιάννης μιὰ βρυσούλα,
μιὰ ρεματιά!
Μὲς στὸ λιοπύρι, μὲς στὸν κάμπο
νὰ ἕνα δεντρί…
Ξαπλώθη ὁ Γιάννης ἀποκάτου
δροσιὰ νὰ βρῆ.
Τὸ δέντρο παίρνει τὰ κλαδιά του
καὶ περπατεῖ!
«Δὲ θ’ ἀνασάνω» λέει ὁ Γιάννηςˑ
«γιατί; γιατί;»
—«Γιάννη, ποῦ κίνησες νὰ φτάσης;»
—«Στὰ Δυὸ χωριά».
—«Κι ἀκόμα βρίσκεσαι δῶ κάτου;
Πολὺ μακριά!»
—«Ἐγὼ πηγαίνω, ὅλο πηγαίνω.
Τί ἔφταιξα γώ;
Σκιάζεται ὁ λόγκος καὶ μὲ φεύγει,
γι’ αὐτὸ εἶμαι δῶ.
»Πότε ξεκίνησα; Εἶναι μέρες…
γιὰ δυὸ, γιὰ τρεῖς…
Ὁ νοῦς μου σήμερα δὲν ξέρω,
τ’ εἶναι βαρύς».
—«Νὰ μιὰ βρυσούλα, πιὲ νεράκι,
νὰ δροσιστῆς».
Σκύβει νὰ πιῆ νερὸ στὴ βρύση,
στερεύει εὐθύς.
Οἱ μέρες πέρασαν κι οἱ μῆνες,
φεύγει ὁ καιρός·
στὸν ἴδιον τόπο εἶν’ ὁ Γιάννης
κι ἂς τρέχη ἐμπρός…
Νὰ τὸ χινόπωρο, νὰ οἱ μπόρες!
μὰ ποῦ κλαρί;
Χτυπιέται ὀρθὸς μὲ τὸ χαλάζι,
μὲ τὴ βροχή.
«Γιάννη, γιατί ἔσφαξες τὸ δέντρο
τὸ σπλαχνικό,
πούρριχνεν ἴσκιο στὸ κοπάδι
καὶ στὸ βοσκό;»
»Ὁ πεῦκος μίλαε στὸν ἀέρα
—τ’ ἀκοῦς; τ’ ἀκούς;—
καὶ τραγουδοῦσε σὰ φλογέρα
στους μπιστικούς.
»Φρύγανο καὶ κλαρὶ τοῦ πῆρες,
καὶ τὶς δροσιές,
καὶ τὸ ρετσίνι του ποτάμι
ἀπ’ τὶς πληγές.
»Σακάτης ἤτανε κι ὁλόρθος,
ὡς τὴ χρονιὰ
ποὺ τὸν ἐγκρέμισες γιὰ ξύλα,
Γιάννη φονιά!»
—«Τὴ χάρη σου, ἐρημοκλησάκι,
τὴν προσκυνῶˑ
βόηθα νὰ φτάσω κάποια ὥρα
καὶ νὰ σταθῶ…
»Ἡ μάνα μου θὰ περιμένη
κι ἔχω βοσκή…
κι εἶχα καὶ τρύγο… Τί ὥρα νάναι
καὶ τί ἐποχή;
»Ξεκίνησα τὸ καλοκαίρι
—νὰ στοχαστῆς—
κι ἦρθε καὶ μ’ ἦβρεν ὁ χειμῶνας
μεσοστρατίς.
»Πάλι Ἁλωνάρης καὶ λιοπύρι!
πότε ἦρθε; πῶς;
Ἅγιε, σταμάτησε τὸ λόγκο
ποὺ τρέχει ἐμπρός.
»Ἅγιε τὸ δρόμο δὲν τὸν βγάνω
—μὲ τί καρδιά;—
Θέλω νὰ πέσω νὰ πεθάνω,
ἐδῶ κοντά».
Πέφτει σὰ δέντρο ἀπ’ τὸ πελέκι…
Βογκάει βαριά.
Μακριά του στάθηκε τὸ δάσος,
πολὺ μακριά.
Ἐκεῖ τριγύρω οὔτε χορτάρι
φωνὴ καμιά.
Στ’ ἀγκάθια πέθανε, στὸν κάμπο,
στὴν ἐρημιά.