Ένα σύστημα που ξέμεινε από ανθρώπους

          Ἐπὶ τῆς Μωσέως καθέδρας ἐκάθισαν οἱ γραμματεῖς καὶ οἱ Φαρισαῖοι.
Ματθαίου κγ, 2

Καταδικάζοντας ανθρώπους σε θάνατο.Το σύστημα υγείας αντανακλά την ίδια την κοινωνία και τις αξίες της.

(άρθρο-Καταδικάζοντας ανθρώπους σε θάνατο) Πραγματικά, κάθε φορά που χρειάζεται να γράψω για το σύστημα υγείας μας, νοιώθω μια απέραντη θλίψη. Γιατί αισθάνομαι κι εγώ μέρος του. Το υπηρετώ από διάφορες θέσεις τριανταπέντε χρόνια και αισθάνομαι ότι κάθε χρόνο απομακρύνεται από το στόχο του. Και ο στόχος του είναι ο άνθρωπος. Αυτόν υποτίθεται ότι υπηρετούμε όσοι ασχολούμαστε με την Υγεία. Και ο άνθρωπος αυτός δεν είναι απρόσωπος. Είναι ο γείτονάς μας, ο φίλος, ο συγγενής, ο γονιός, το παιδί μας. Μπορεί μπροστά μας  να στέκεται ένας άγνωστος, αλλά αυτός ο άγνωστος έχει όλες τις ιδιότητες που προανέφερα για κάποιους άλλους. Όπως βέβαια και ο δικός μας άνθρωπος θα είναι κάποια στιγμή άγνωστος για κάποιους άλλους που θα αναλάβουν να τον βοηθήσουν.

 Όμως το σύστημα δεν είναι αόριστο. Αντανακλά την ίδια την κοινωνία και τις αξίες της. Και αν η κοινωνία είναι εγωκεντρική, αν είναι χρησιμοθηρική, αν είναι απάνθρωπη, έτσι θα είναι και το σύστημα. Κι αυτό κοστίζει ζωές και έχει ανυπολόγιστες συνέπειες.

Καταδικάζοντας ανθρώπους σε θάνατο.Η άλωση των νοσοκομείων με πελατειακά κριτήρια.

Μια πρόσφατη ιστορία θα σας διηγηθώ σήμερα. Μέχρι τώρα δεν έχω αναφέρει ούτε ένα όνομα. Στα εκατοντάδες άρθρα που φιλοξενούν τα δύο sites των ιατρείων μου, θεώρησα ότι σημασία έχουν τα γεγονότα και όχι τα πρόσωπα. Θα μου επιτρέψετε σήμερα κατ’ εξαίρεση να αναφέρω δύο ονόματα Νοσοκομείων. Και αυτό γιατί όταν ξεκινούσαμε την ιατρική μας πορεία ήταν δύο Νοσοκομεία που στο μυαλό μας αποτελούσαν πρότυπα και ονειρευόμαστε κάποτε να βρεθούμε ως λειτουργοί της υγείας σε κάποιο από αυτά.

Και σήμερα βλέπουμε και τρίβουμε τα μάτια μας. Και δυστυχώς γι’ αυτό δε φταίνε μόνο οι μηχανισμοί αλλά και οι άνθρωποι. Αυτοί που τα άλωσαν με πελατειακά κριτήρια σε μεγάλο ποσοστό και τώρα θέλουν να βγάλουν τα σπασμένα τους στην πλάτη των συνανθρώπων τους. Ή αυτοί που κουράστηκαν και δεν παραδέχονται ότι έγιναν επικίνδυνοι για τους άλλους.

Το Ωνάσειο, το Ιπποκράτειο και ένας βηματοδότης.

Η ιστορία αφορά έναν ηλικιωμένο που η ταυτότητα γράφει ότι είναι κοντά στα 90 αλλά αν τον δεις δεν τον κάνεις ούτε 70. Είναι πατέρας και παππούς. Και είχε την ατυχία πριν λίγα χρόνια να βάλει βηματοδότη στο Ωνάσειο καρδιοχειρουργικό κέντρο. Ο βηματοδότης αυτός ανάπτυξε κάποιο μικρόβιο και άρχισε να τρέχει πύο από το δέρμα και να δείχνει στο καλώδιό του «εκβλαστήσεις» δηλαδή αποικίες μικροβίων. Τι πιο λογικό, απευθύνθηκε στο νοσοκομείο που είχε τοποθετήσει το βηματοδότη.

Και αυτοί του απάντησαν ότι τοποθετούν βηματοδότες αλλά δεν μπορούν να ασχοληθούν με τις επιπλοκές τους. Τους παρέπεμψαν μάλιστα επειδή δεν εφημέρευαν αλλά και επειδή οι συγγενείς δεν ήξεραν κάποιο συγκεκριμένο ιατρό (ο ιατρός που τον είχε τοποθετήσει είχε συνταξιοδοτηθεί) στο μεγάλο νοσοκομείο της Αθήνας που έχει απασχολήσει όχι μόνο την ιατρική αλλά και τη λογοτεχνία. Το νοσοκομείο που ίδρυσαν και υπηρέτησαν με αυτοθυσία Σαμαρείτες αληθινοί. Το νοσοκομείο που έχει την πρώτη Πανεπιστημιακή Καρδιολογική Κλινική και μια από τις ελάχιστες κρατικές καρδιοχειρουργικές κλινικές. Το Ιπποκράτειο Αθηνών.

Καταδικάζοντας ανθρώπους σε θάνατο. 50-50 για τη ζωή και 100 για το θάνατο.

Εκεί αφού έλεγξαν τα πράγματα και έκαναν μια σειρά από εξετάσεις, τους είπαν ότι ο κίνδυνος αν παρέμβαιναν ήταν 50-50 για τη ζωή του «παππού» (Εκείνο που δεν είπαν αλλά όλοι το ήξεραν ήταν ότι αν δεν παρέμβαιναν το ποσοστό ήταν 100% κατά του ασθενούς. Θάνατος. Γιατί χρειάζεται η αλήθεια τις σκληρές λέξεις.) Έτσι συνιστούσαν να πάει ο ασθενής σπίτι του και να κάνει αλλαγές στο τραύμα που πυορροούσε, να παίρνει αντιβίωση εφ’ όρους ζωής (λίγης ζωής) και να επανέλθουν και πάλι αν όλα πάνε καλά για επανεξέταση. Κάποιος μάλιστα τους είπε ανοιχτά ότι «τα λάθη του Ωνασείου δε θα τα φορτωνόμαστε εμείς».

            Και οι άνθρωποι έφυγαν με πόνο ψυχής. Εμένα με πήρε ο εγγονός που τον γνώριζα και με παρακάλεσε να τον εξετάσω. Και τον έφεραν στο ιατρείο η κόρη και ο γαμπρός του που δεν τους ήξερα αλλά αμέσως κατάλαβα ότι ενδιαφέρονταν πραγματικά. Σε ένα καρδιογράφημα είδα ότι ο βηματοδότης δεν ήταν απαραίτητος γιατί ο ασθενής είχε δικό του καρδιακό ρυθμό και μάλιστα γρήγορο. Το σημείο που είχε τοποθετηθεί κάτω από το δέρμα ο βηματοδότης ήταν τραγικό. Είχε σχεδόν πεταχτεί έξω και από το τραύμα έτρεχε δύσοσμο υγρό. Ήταν φανερό ότι καμία αντιβίωση δε θα μπορούσε να φτάσει εκεί και να αποστειρώσει ένα μολυσμένο ξένο σώμα. Αν δεν αφαιρείτο ο ηλικιωμένος κύριος θα πέθαινε.

Καταδικάζοντας ανθρώπους σε θάνατο.Ένα σύστημα που καταδικάζει ανθρώπους σε θάνατο γιατί η κοινωνία μας πάσχει.

Έπρεπε κάτι να γίνει. Πήρα ένα φίλο καρδιοχειρουργό σε ένα ιδιωτικό νοσοκομείο. Θα άξιζε να αναφέρω το όνομα του και το νοσοκομείο του αλλά διαφήμιση δεν έκανα ποτέ ακόμη και εκεί που αξίζει. Του εξήγησα την κατάσταση. Εξ’ αρχής ήταν θετικός και αφού τον διαβεβαίωνα ότι ο ασθενής για ένα διάστημα, μέχρι να αποστειρωθεί, μπορούσε να ζήσει χωρίς βηματοδότη, τα πράγματα ήταν πιο εύκολα. Μου είπε να επικοινωνήσουν μαζί του οι συγγενείς. Δε σας κρύβω ότι ήταν δύσπιστοι αλλά η προσωπική μου διαβεβαίωση έκαμψε τις αντιρρήσεις τους. Τα έξοδα θα ήταν τα απολύτως απαραίτητα.

            Πήγαν και τον συνάντησαν. Χθές χειρουργήθηκε και αφαιρέθηκε ο μολυσμένος βηματοδότης. Σήμερα ο ασθενής είναι στο δωμάτιο. Θα μπορέσει να χαρεί και να τον χαρούν. Ένας θανατοποινίτης αφέθηκε ελεύθερος. Ένα σύστημα έδωσε εξετάσεις και απέτυχε. Ένα σύστημα που καταδικάζει ανθρώπους σε θάνατο γιατί η κοινωνία μας πάσχει. Δυστυχώς ξεμείναμε. Όχι από μέσα. Από ανθρώπους ξεμείναμε.